-
1 поддержка
1. (опора) το στήριγμα, το έρεισμα 2. (помощь, содействие) η υποστήριξη, η βοήθεια, η αρωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поддержка
-
2 помощь
-и θ.βοήθεια• αρωγή• συνδρομή• υποστήριξη• συμπαράσταση•без посторонней -и χωρίς ξένη βοήθεια•
оказать помощь βοηθώ, έρχομαι αρωγός•
взаимная помощь αλληλοβοήθεια•
звать на помощь καλώ σε βοήθεια•
медицинская помощь ιατρική βοήθεια•
скорая медицинская помощь η πρώτη ιατρική βοήθεια•
с -ью ή при -и με τη βοήθεια.
-
3 помощь
помощ||ьж ἡ βοήθεια, ἡ συνδρομή, ἡ ἀρωγή:первая \помощь ἡ πρώτη βοήθειά взаимная \помощь ἡ ἀλληλοβοήθεια, ἡ ἀμον-βαία ἀρωγή· экономическая (техническая) \помощь ἡ οίκονομική (τεχνική) βοήθεια· оказывать \помощь παρέχω βοήθεια· подать ру́ку \помощьи τείνω χείρα βοηθείας, δίνω βοήθεια· взывать о \помощьи ζητώ βοήθεια, καλώ σέ βοήθεια· при \помощьи μέ τήν βοήθεια